- μεριμνήσει
- μεριμνάωcare foraor subj act 3rd sg (attic epic ionic)μεριμνάωcare forfut ind mid 2nd sg (attic ionic)μεριμνάωcare forfut ind act 3rd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμεριμνήσει — ἀμεριμνέω to be care free aor subj act 3rd sg (epic) ἀμεριμνέω to be care free fut ind mid 2nd sg ἀμεριμνέω to be care free fut ind act 3rd sg ἀ̱μεριμνήσει , ἀμεριμνέω to be care free futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱μεριμνήσει , ἀμεριμνέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
μεριμνώ — (ΑM μεριμνῶ, άω) φροντίζω, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι («μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς», ΚΔ) μσν. 1. στενοχωριέμαι για κάτι 2. συλλογίζομαι, φέρνω στον νου μου 3. προβληματίζομαι… … Dictionary of Greek
Διομέδων — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός. Κυρίευσε τη Μυτιλήνη, νίκησε τους Ροδίους, αλλά ηττήθηκε από τον Καλλικρατίδα, ο οποίος κατέστρεψε όλο τον στόλο του. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στη ναυμαχία των Αργινουσών, αλλά καταδικάστηκε σε θάνατο μαζί με… … Dictionary of Greek